- γερουσία
- Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και τον βοηθούσαν στο στρατιωτικό και δικαστικό του έργο. Ο θεσμός συστηματοποιήθηκε ιδιαίτερα στη Σπάρτη, η γ. της οποίας χρησίμευσε ως πρότυπο για τις υπόλοιπες δωρικές πόλεις της Ελλάδας. Τη γ. αποτελούσαν 28 γέροντες άνω των 60 ετών και δύο βασιλιάδες. Ο αριθμός των γερόντων οφείλεται στη γεωγραφική διαίρεση της Σπάρτης σε 9 τμήματα (ωβαί) και τη βασική συγκρότησή της από τρεις δωρικές φυλές. Η εκλογή γινόταν με τον εξής τρόπο: μέσα στην Απέλλα (η γενική συνέλευση των Σπαρτιατών με ίσα δικαιώματα) εμφανίζονταν οι υποψήφιοι με τη σειρά που είχαν κληρωθεί και οι παρευρισκόμενοι έδειχναν την προτίμησή τους φωνάζοντας.
Οι κριτές από το πλαϊνό οικοδόμημα έκριναν από την ένταση και τη διάρκεια της βοής ποιο θα ήταν το καινούργιο μέλος της γ. Η θητεία των γερόντων ήταν ισόβια και τα καθήκοντα του σώματος ήταν βουλευτικά, νομοτελεστικά και δικαστικά. Επεξεργάζονταν και υπέβαλαν τα προβουλεύματα στην Απέλλα και οι πολίτες μπορούσαν να δεχτούν ή να απορρίψουν τις προτάσεις της γ., όχι όμως και να τις συζητήσουν. Στους αρχαϊκούς χρόνους η γ. απέκτησε το δικαίωμα να ακυρώνει τις αποφάσεις της Απέλλας, αν αυτές κρίνονταν επιζήμιες. Τα δικαστικά της καθήκοντα περιορίζονταν κυρίως στις υποθέσεις όπου ο νόμος προέβλεπε θάνατο, εξορία ή ατιμία (στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων). Η εκτέλεση των αποφάσεων της Απέλλας είχε επίσης ανατεθεί στη γ. εκτός από τους εφόρους.
Γ. επίσης ονομάζονταν τα πολιτικά σώματα των αριστοκρατικών πόλεων κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η γ. στην αρχαία Ρώμη αποτελούσε τη βουλή της ρωμαϊκής πολιτείας (βλ. λ. Σύγκλητος).
Η γ., όπως νοείται στα σύγχρονα κράτη, είναι η άνω ή η δεύτερη βουλή των κοινοβουλίων και ως πολιτειακός θεσμός προέρχεται από την αγγλική Βουλή των Λόρδων (βλ. λ. κοινοβούλιο).
Ο θεσμός της γ. στη νεότερη ελληνική ιστορία. Στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την ανεξαρτησία, γ. ονομάζονταν διάφορα όργανα διοίκησης των κοινών και ιδιαίτερα η Μεσσηνιακή γ., η Πελοποννησιακή γ. και η γ. της δυτικής Ελλάδας. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Άργος κατάργησε το κυβερνητικό συμβούλιο Πανελλήνιο και το αντικατέστησε με ένα γνωμοδοτικό σώμα, τη γ. από 27 μέλη που διορίζονταν από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά τη σύνοδο του Ιουνίου του 1832, που ονομάστηκε κατά συνέχειαν Δ’ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, η γ. αυτή διαλύθηκε. Το Σύνταγμα του 1844 προέβλεπε την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας από τον βασιλιά, τη βουλή και τη γ. και καθόριζε ότι οι γερουσιαστές θα ήταν τουλάχιστον 27, θα διορίζονταν ισόβια από τον βασιλιά, θα ήταν πρόσωπα που θα συγκέντρωναν ορισμένα προσόντα και θα είχαν ηλικία άνω των 40 ετών. Ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να διορίζει περισσότερους γερουσιαστές μόνο με τη συγκατάθεση της βουλής και να διορίζει τον πρόεδρο της γ. κάθε τριετία. Η γ., η βουλή και ο βασιλιάς είχαν το δικαίωμα να προτείνουν τους νόμους, αλλά για να κυρωθεί ένας κρατικός νόμος έπρεπε να ψηφιστεί και από τα δύο νομοθετικά σώματα και να κυρωθεί από τον βασιλιά. Ανάμεσα στους πρώτους 36 γερουσιαστές που διορίστηκαν με τη συγκατάθεση της βουλής περιλαμβάνονταν ορισμένοι από τους επιφανέστερους αγωνιστές του 1821: οι Πέτρος Μαυρομιχάλης, Ι. Θ. Κολοκοτρώνης, Κ. Μπότσαρης, Λ. και Γ. Κουντουριώτης, Πανούτσος Νοταράς, Σπυρίδων Τρικούπης και πρώτος πρόεδρος διετέλεσε ο Γ. Κουντουριώτης.
Μετά την έξωση του Όθωνα, η γ. διαλύθηκε και το Σύνταγμα του 1864 επέβαλε το σύστημα της μίας βουλής. Η μεταπολίτευση του 1924 και το νέο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας που προήλθε από αυτήν καθιέρωσε και δεύτερο νομοθετικό σώμα, τη γ., που μαζί με τη βουλή ασκούσε τη νομοθετική εξουσία. Οι αρμοδιότητες της γ. αυτής ήταν να ρυθμίζει τις διαφωνίες ανάμεσα στον πρόεδρο της δημοκρατίας και στη βουλή, να εκλέγει μαζί με τη βουλή τον ανώτατο άρχοντα, να αναθεωρεί το σύνταγμα και να εκδικάζει τα αδικήματα του προέδρου της δημοκρατίας και των υπουργών. Τη γ. αποτελούσαν 120 μέλη, από τα οποία 92 εκλέγονταν από τον λαό για 9 χρόνια και ανανεώνονταν κάθε τριετία κατά το ένα τρίτο, 18 από διάφορες επαγγελματικές οργανώσεις κάθε τριετία και 10 από τη βουλή και τη γ. σε κοινή συνεδρίαση. Τα προσόντα για την εκλογή των γερουσιαστών ήταν τα ίδια με εκείνα των βουλευτών, μόνο που οι γερουσιαστές έπρεπε να είναι τουλάχιστον 40 ετών. Η σχέση ανάμεσα στους δύο παράγοντες της νομοθετικής εξουσίας ήταν τέτοια ώστε να υπάρχει υπεροχή της βουλής στην κατάρτιση των νόμων. Η γ. επίσης δεν είχε το δικαίωμα να ανατρέπει την κυβέρνηση. Η γ. καταργήθηκε με την Α’ συντακτική πράξη (1 Απριλίου 1935), μετά την έκρηξη και την καταστολή του κινήματος του 1935. Οι προσπάθειες που έγιναν στην αναθεωρητική βουλή του 1946-50 για να καθιερωθεί πάλι ο θεσμός δεν καρποφόρησαν.
* * *η (AM γερουσία)συμβούλιο γερόντων ως πολιτικό σώμανεοελλ.1. ονομασία τής Βουλής κατά την περίοδο τής Επανάστασης τού 18212. η «άνω Βουλή» ή «δευτέρα Βουλή», που προβλέπεται από το Σύνταγμα ορισμένων κρατών3. (ειρων. περιληπτ.) γέροι που πολιτικολογούν ομαδικά, σε καφενεία ή άλλους χώρους συναθροίσεων ή ομάδα ηλικιωμένων με αναχρονιστικές ιδέεςαρχ.1. η γερουσία τής Σπάρτης, οι Γέροντες2. η Γερουσία τών Καρχηδονίων3. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος4. το Συνέδριο τών Ιουδαίων γερόντων5. πρεσβεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλυκό τού επιθ. γερούσιος (< γερόντιος), με περιληπτική έννοια].
Dictionary of Greek. 2013.